- φύλοπις
- φύ̱λοπις , φύλοπιςbattle-cryfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φύλοπις — όπιδος, ἡ, Α ο θόρυβος, ο σάλαγος τής μάχης («κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντῃ ὀτρύνων μαχέσασθαι, ἔγειρε δὲ φύλοπιν αἰνήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. άγνωστης ετυμολ. Διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, ήδη από την αρχαιότητα, συνδέουν συνήθως τη… … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
μενεφύλοπις — μενεφύλοπις, ιος, ό, ἡ (Α) αυτός που αντέχει τον πόλεμο, ο καρτερικός στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + φύλοπις «μάχη, κραυγή μάχης»] … Dictionary of Greek
οιούμαι — οἰοῡμαι, όομαι (Α) [οίος (Ι)] (επικ. τ.) (συν. εύχρηστο στο γ εν. προσ. αορ.) οἰώθη 1. μένω μόνος, εγκαταλείπομαι («οἰώθη δ Ὀδυσεὺς δουρικλυτός, οὐδέ τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινεν», Ομ. Ιλ.) 2. λησμονούμαι, ξεχνιέμαι («Τρώων δ οἰώθη καὶ Ἀχαιῶν… … Dictionary of Greek
φυλόπιδα — φῡλόπιδα , φύλοπις battle cry fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλόπιδας — φῡλόπιδας , φύλοπις battle cry fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλόπιδες — φῡλόπιδες , φύλοπις battle cry fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλόπιδι — φῡλόπιδι , φύλοπις battle cry fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλόπιδος — φῡλόπιδος , φύλοπις battle cry fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλοπιν — φύ̱λοπιν , φύλοπις battle cry fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)